- κατακνώ
- κατακνῶ, -άω (Α)1. ξύνω και κόβω σε τεμάχια2. κεντώ, γρατσουνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κνῶ «ξύνω, γρατσουνίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακνήθω — (Α) κατακνώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνήθω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
κατακνήστις — κατακνῆστις και κατάκνηστις, ίδος, ἡ (Α) [κατακνώ] μαχαίρι ή εργαλείο κατάλληλο για ξύσιμο … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek